- βυκάνημα
- βῡκᾰν-ημα, ατος, τό,A sound of the trumpet, App.Pun.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βυκάνημα — βυκάνημα, το (Α) [βυκανώ] το σάλπισμα … Dictionary of Greek
βυκανήμασιν — βυκάνημα sound of the trumpet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)